- ανεμπόδιστος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν εμποδίζεται, δεν απαγορεύεται: Του είπε πως στο χτήμα του μπορούσε να μπαίνει ανεμπόδιστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνεμπόδιστος — unhindered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεμπόδιστος — η, ο (Α ἀνεμπόδιστος, ον) μη εμποδιζόμενος, αμπόδιστος, ακώλυτος αρχ. εκείνος που δεν δημιουργεί κανένα εμπόδιο, που δεν εμποδίζει … Dictionary of Greek
ἀνεμποδίστως — ἀνεμπόδιστος unhindered adverbial ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμπόδιστον — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem acc sg ἀνεμπόδιστος unhindered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμποδίστοις — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμποδίστου — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμποδίστους — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμποδίστων — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμποδίστῳ — ἀνεμπόδιστος unhindered masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεμπόδιστα — ἀνεμπόδιστος unhindered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)